ναυάρχῳ

ναυάρχῳ
ναύαρχος
commander of a fleet
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ναυαρχώ — (Α ναυαρχῶ, έω) [ναύαρχος] 1. είμαι ναύαρχος, διοικώ στόλο («ἄλλῳ δὲ παρήσομεν οὐδενὶ ναυαρχέειν», Ηρόδ.) 2. είμαι αρχηγός στα πλοιαφέσια* …   Dictionary of Greek

  • ναυαρχώ — ναυάρχησα 1. μτβ., διοικώ στόλο. 2. αμτβ., είμαι ναύαρχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυαρχῶ — ναυαρχέω command a fleet pres subj act 1st sg (attic epic doric) ναυαρχέω command a fleet pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυάρχωι — ναυάρχῳ , ναύαρχος commander of a fleet masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”